ναυλώνω

ναυλώνω
και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, -όω, Μ και ναυλώνω) [ναύλον]
1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῡντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», Πλούτ.)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ναυλώνω και ναυλώνομαι
μισθώνω το πλοίο κάποιου για δική μου χρήση αντί χρηματικού ποσού που καταβάλλω στον πλοιοκτήτη («πλοῑον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)
νεοελλ.
(το παθ.) (για πλοίο) παρέχομαι αντί χρηματικού ποσού για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναυλώνω — ναυλώνω, ναύλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ναυλώνω — ναύλωσα, ναυλώθηκα, ναυλωμένος 1. για ιδιοκτήτη πλοίου, παραχωρώ τη χρήση πλοίου με πληρωμή, εκμισθώνω πλοίο. 2. για ναυλωτές, παίρνω πλοίο, μισθώνω πλοίο με ναύλο: Ναυλώσαμε ένα πλοίο για κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναύλωμα — το (Α ναύλωμα) [ναυλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ναυλώνω, η ναύλωση 2. το συμφωνητικό ναύλωσης πλοίου …   Dictionary of Greek

  • μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ναυλωτήριο — το το ναυλοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. δεσμω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • ναυλωτής — ο θηλ. ναυλώτρια φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με ιδιοκτήτη πλοίου για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • ναυλώσιμος — ναυλώσιμος, ον (Α) [ναυλώνω] (για πλοίο και για υποζύγιο) αυτός που προορίζεται για ναύλωση ή αυτός που μπορεί να ναυλωθεί …   Dictionary of Greek

  • ναύλωση — η έγγραφη σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει στον άλλο το πλοίο του για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου και συμφωνείται το ανάλογο χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ναύλωσις,… …   Dictionary of Greek

  • ναύλωση — η η πράξη του ναυλώνω, εκμίσθωση ή μίσθωση πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”